- ξεκλείδωτο
- kilitlenmemiş
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ξεκλείδωτος — η, ο 1. αυτός που δεν κλείστηκε με κλειδί, ανασφάλιστος: Το σπίτι το αφήσαμε ξεκλείδωτο. 2. αυτός που έχει παράλυση στις κλειδώσεις: Περπατά ξεκλείδωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)